χωννύω

χωννύω
см. χώνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χωννύω" в других словарях:

  • χωννύω — χόω throw pres subj act 1st sg χόω throw pres subj act 1st sg χόω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχωννύω — Α 1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο 2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χωννύω «σωρεύω χώμα»] …   Dictionary of Greek

  • συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… …   Dictionary of Greek

  • χώννυμι — και χωννύω Α μτγν. τ. τού χῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. χώννυμι (< *χώσ νυμι, πρβλ. ζώννυμι) είναι μτγν., δευτερογενώς σχηματισμένος τ. για αντικατάσταση τού άχρηστου ενεστ. χόω, ῶ (πρβλ. τους τ. ἔχουν, προσ χοῖ, χοῦσι, χοῦν), ο οποίος θα μπορούσε να …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»